Σπίτι της μαμάς είναι εκεί που μπορείς να πας όποτε θέλεις, όπως θέλεις, χωρίς να έχεις καν προειδοποιήσει, και μόλις ανοίγεις την πόρτα να ακούς τη μάνα σου να λέει «Καλώς το το παιδί μου!». Που πάντα σε περιμένει μια μεγάλη αγκαλιά, ένα πιάτο ζεστό φαγητό, και πολλά… τάπερ για το σπίτι!
Όπως λέει και το παρακάτω κείμενο, σπίτι της μαμάς είναι εκείνο στο οποίο θα γυρνάς πάντα γιατί πουθενά δεν σε αγαπούν με τον τρόπο που σε αγαπά η μάνα σου. Γραμμένο από την Liza Kava, το διαβάσαμε στη σελίδα του ψυχολόγου Δημήτρη Πετρούνια και συμφωνούμε εκατό τοις εκατό!
«Σπίτι της μαμάς είναι εκείνο που μπαίνεις όποτε θέλεις και σου λέει “Καλώς το παιδί μου!”.
Κάθε απόγευμα βρίσκομαι εκεί. Πηγαίνω μετά τη δουλειά να πάρω τα δικά μου τα παιδιά. Αλλά εγώ εκείνη τη στιγμή είμαι το δικό της το παιδί. Αχ εκείνο το σπίτι.
Που έχω κλειδιά αλλά δεν τα βγάζω ποτέ. Γιατί ξέρω ότι πάντα πίσω από την πόρτα έχω μια μάνα που με περιμένει. Που θα μου ανοίξει εκείνη για να μπω μες τη φωλιά της.
Που θα φωνάζει από το διάδρομο “Καλώς την!” και θα το εννοεί.
Που θα μου δώσει ένα ρουφηχτό φιλί και μια αγκαλιά και θα μου πάρει όλη την απογοήτευση. Και εγώ μετά θα κάτσω στον καναπέ να περιμένω την ερώτηση της. Την πιο γλυκιά ερώτηση της ημέρας.
“Έφαγες; Να σου βάλω να φας;”. Και ας μη θέλω να φάω. Την ερώτηση τη θέλω. Την αγαπώ. Νιώθω παιδί ακόμα.
Που θα μου ψήσει καφεδάκι και θα τον πιούμε παρέα στο μπαλκόνι της. Και εκεί θα ξαλαφρώσω και θα της πω όσα με βάρυναν όλη τη μέρα. Και μετά περιμένω να ακούσω εκείνο το: “Πουλάκι μου να προσέχεις τον εαυτό σου, εσύ να μη στεναχωριέσαι.”
Και κάπως έτσι μαγικά το βάρος γίνεται ελαφρύ και εγώ το αντέχω περισσότερο. Σα να μπήκε στην ψυχή μου και να έβαλε ένα χεράκι να το κουβαλήσουμε μαζί.
Που πιάνω τα φύλλα από τα λουλούδια της και τα χαϊδεύω. Που το μπαλκόνι της μυρίζει μαμαδένια λουλούδια. Μα πώς γίνεται να της ανθίζουν πάντα; Και πώς γίνεται στο δικό μου μπαλκόνι να ανθίζουν μόνο όσα μου δίνει εκείνη;
Που με πιάνει η κούραση στο σπίτι της, που με ρίχνει κάτω και εκείνη φεύγει. Αλλά γυρνάει πάντα με μια κουβέρτα και με σκεπάζει η μάνα. Και εκείνη τη στιγμή νιώθω ότι με σκέπασε με την αγάπη όλου του κόσμου. Και η κούραση φεύγει.
Που έρχεται η ώρα να φύγουμε με τα παιδιά και περιμένω να ακούσω την προσφορά της. “Περίμενε να σου βάλω φαγητό να πάρεις στο σπίτι. Έκανα και κρέπες, να σου βάλω λίγες;”. Και η ερώτηση είναι πάντα ρητορική. Γιατί αν δεν πάρω τα τάπερ της μαμάς γεμάτα με το φαγητό της αγάπης, δε φεύγω από εκεί.
Δε φεύγω από το σπίτι της μαμάς μου, δε θα φύγω ποτέ.
Όσο μένει εκείνη εκεί, το σπίτι της θα είναι η αγκαλιά της.
Όσο μένει εκείνη εκεί, θα είμαι ακόμα παιδί κάποιου. Το δικό της το παιδί. Θα είμαι ακόμα το μικρό της το κορίτσι.
Όσο μένει εκείνη εκεί θα έχω πάντα μια μάνα να με περιμένει. Να μου ανοίγει την πόρτα. Να μου φωνάζει από το διάδρομο “Καλώς την!” και να το εννοεί. Να με ρωτάει αν θέλω να φάω. Να μου παίρνει το βάρος.
Θα γυρνάω πάντα εκεί. Γιατί είναι το σπίτι της μαμάς. Όπως λέει και η Εύα Κοτσίκου:
Και εκεί μπορώ να επιστρέφω όσες φορές θέλω. Να φωνάζω από την πόρτα “Μαμά γύρισα!” Και εκείνη να απαντά “Καλώς το παιδί μου!”.
Υ.Γ: Αφιερωμένο στη μαμά μου, στη γιαγιά των παιδιών μου. Η ζωή δεν την άφησε να ζήσει πολλά χρόνια με τη δική της μαμά και το ξέρω το αγκάθι. Όμως εγώ είμαι ευγνώμων που την έχω. Και θα την προσέχω για να μπορώ να πηγαίνω στο σπίτι της όσες φορές θέλω. Να πηγαίνω στο σπίτι της μαμάς».