Για εμβολιαστικό κενό κάνουν λόγο οι επιστήμονες σχετικά με το εμβόλιο κατά της ιλαράς σε όσους γεννήθηκαν μετά το 1970.
Αν και τα κρούσματα της ιλαράς δεν έχουν ξεπεράσει τα έξι στη χώρα μας, οι επιστήμονες δεν εφησυχάζουν.
Πολλά άτομα που έχουν γεννηθεί μετά το 1970 και έχουν κάνει μόνο μία δόση εμβολίου σύμφωνα με τις τότε επιστημονικές οδηγίες, σήμερα δεν έχουν επαρκή εμβολιαστική κάλυψη.
Η πρόεδρος της Εθνικής Επιτροπής Εμβολιασμών, Καθηγήτρια Παιδιατρικής, Μαρία Θεοδωρίδου, τονίζει πως είναι επιτακτική ανάγκη να κλείσουμε το «ανοσιακό κενό» στους ενήλικες, καθώς δεν αποκλείεται μια έξαρση -παρόμοια με αυτή που υπάρχει σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες- να ξεκινήσει στη χώρα μας από αυτήν την ομάδα του πληθυσμού.
“Είναι πολύ σημαντικό θέμα και όχι δευτερεύων ο εμβολιασμός των ενηλίκων και ήδη τα κρούσματα που έχουν παρουσιαστεί μιλάνε από μόνα τους. Διότι είναι όλοι ενήλικες. Από τα κρούσματα που είχαμε στην Ελλάδα, κανένα δεν είναι παιδί”, σημειώνει.
Στην Ελλάδα από το 2020 έως και το 2023 δεν επιβεβαιώθηκε κανένα κρούσμα ιλαράς. Το 2024, εντοπίστηκαν έξι περιστατικά κατά το πρώτο 15θήμερο του Φεβρουαρίου και ήταν και τα έξι σε ενήλικες.
Συγκεκριμένα, ταυτοποιήθηκαν:
1 κρούσμα στη Θεσσαλονίκη
4 στα Χανιά
1 στην Αθήνα
Τα 3 από τα 6 περιστατικά ήταν σε υγειονομικούς και για τον λόγο αυτό το Υπουργείο Υγείας εξέδωσε εγκύκλιο, με την οποία ζητά από τους εργαζόμενους στην Υγεία να εμβολιαστούν κατά της ιλαράς, αλλά και από τους διοικητές των νοσοκομείων να καταγράφουν την εμβολιαστική κάλυψη των εργαζομένων στα νοσοκομεία.
Ιλαρά: Ρομά και ενήλικες οι ανεμβολίαστοι
Στην τελευταία επιδημία της ιλαράς το 2017 -18, αλλά και παλιότερα, οι επιστήμονες διαπίστωσαν πως η έξαρση συμβαίνει σε μερικώς εμβολιασμένους ενήλικες και σε ανεμβολίαστα ή μερικώς εμβολιασμένα παιδιά μειονοτικών πληθυσμών.
Οι εμβολιασμοί στα υπόλοιπα παιδιά είναι σε πολύ υψηλά ποσοστά, όμως αυτό δεν σημαίνει ότι δεν μπορεί να υπάρξει έξαρση του νοσήματος στην Ελλάδα, τονίζουν οι ειδικοί.
“Η εμβολιαστική κάλυψη για την ιλαρά στα παιδιά είναι πάρα πολύ καλή, είναι υψηλή. Απλώς πρέπει να προσεγγιστούν και οι ομάδες που λόγω κοινωνικοοικονομικών συνθηκών, ή άλλων λόγων όπως είναι ο δισταγμός για τους εμβολιασμούς, δεν εμβολιάζονται”, σχολιάζει η Μαρία Θεοδωρίδου.
Σύμφωνα με τα στοιχεία του ΕΟΔΥ και στις τρεις επιδημίες ιλαράς (2005, 2010 και 2017) στην Ελλάδα καταγράφηκαν 4.151 κρούσματα με την πλειοψηφία των κρουσμάτων αυτών να αφορά Έλληνες Ρομά (56,9%), αλλά όχι μόνο.
Σε σημαντικό ποσοστό η επιδημία έπληξε τους τότε νεαρούς ενήλικες από το γενικό πληθυσμό που ήταν ανεμβολίαστοι ή ατελώς εμβολιασμένοι.
“Αυτή τη στιγμή δεν έχουμε πλήρη εικόνα και δεν ξέρουμε το μέγεθος του προβλήματος με τον εμβολιασμό στους ενήλικες. Ελπίζουμε πώς δεν είναι μεγάλο, ώστε να ξεκινήσει μια επιδημία από ενήλικες, γιατί τα παιδιά είναι συνήθως οι διασπορείς. Ωστόσο, τίποτα δεν αποκλείεται”, τονίζει η πρόεδρος της Επιτροπής.
Να σημειωθεί πως η εμβολιαστική κάλυψη στη χώρα μας αγγίζει το 88%, ενώ το όριο «ασφαλείας» για τη μη πρόκληση επιδημιών έχει καθοριστεί σε ποσοστό άνω του 95% του γενικού πληθυσμού.
Ποιο είναι το πρόβλημα με τους γεννημένους μετά το 1970
Όσοι έχουν γεννηθεί πριν το 1970 είναι σχεδόν βέβαιο ότι έχουν νοσήσει επειδή τότε δεν υπήρχε το εμβόλιο, άρα είναι προστατευμένοι εφ’ όρου ζωής. Από τη δεκαετία του ’70 και μετά ωστόσο, όταν άρχισε να κυκλοφορεί το εμβόλιο κατά της ιλαράς, τα παιδιά εμβολιάζονταν μόνο με μία δόση, άρα εάν δεν έχουν φυσική ανοσία, θεωρείται όχι έχουν μειωμένη ανοσία και μερική προστασία, αναφέρει η Καθηγήτρια Παιδιατρικής.
“Δεν είναι δευτερεύων θέμα ο εμβολιασμός των ενηλίκων, είναι πολύ σημαντικό. Μετά από το ’70 που άρχισε να κυκλοφορεί το εμβόλιο, υπάρχουν ενήλικες που έχουν ξεφύγει από τη δεύτερη δόση που θεωρείται και αυτή απαραίτητη για την ιλαρά. Τώρα βέβαια, είχαμε και διάφορες επιδημίες το 2017 και το 2018 είχαμε και πάλι ιλαρά. Αυτοί οι ενήλικες ζούσαν και τότε και λογικά θα έπρεπε να είχαν ανοσοποιηθεί και με φυσική νόσηση και με εμβόλιο βέβαια. Πάντως είναι μια υπενθύμιση να σκεφτούν και οι ενήλικες και όσοι έχουν και ντοκουμέντα, δεδομένα, βιβλιάρια δηλαδή για το εμβολιασμό τους να τα ελέγξουν”, σημειώνει.
Η κα. Θεοδωρίδου διευκρινίζει πως όσοι δεν είναι βέβαιοι για την ανοσιακή τους κατάσταση, δεν χρειάζεται να κάνουν έλεγχο αντισωμάτων. Πολύ απλά να εμβολιαστούν με δύο δόσεις.
“Αν κάποιος έχει αμφιβολία αν έχει εμβολιαστεί ή αν έχει νοσήσει, είναι προτιμότερο να εμβολιαστεί κανονικά. Δεν υπάρχει κανένα απολύτως πρόβλημα -ακόμη κι αν έχει νοσήσει και δεν το ξέρει- να κάνει και εμβόλιο. Καλύτερη και περισσότερη ανοσία θα έχει. Αν δεν θυμάται, θα πρέπει να κάνει δύο δόσεις. Κανονικό εμβολιασμό”, σημειώνει.
Ιλαρά: Ένα πολύ μεταδοτικό νόσημα
Η ιλαρά είναι το πιο μεταδοτικό νόσημα που υπάρχει, καθώς ένα μολυσμένος μπορεί να μεταδώσει τη νόσο σε 20 άλλους.
Το 2021, ο αριθμός των θανάτων εξαιτίας της ασθένειας υπολογίστηκε σε 128.000 σε όλο τον κόσμο, κυρίως μεταξύ των μη εμβολιασμένων ενηλίκων, ή ελλιπώς εμβολιασμένων παιδιών κάτω των πέντε ετών.
Ομάδες πληθυσμού σε ιδιαίτερα αυξημένο κίνδυνο για νόσηση από ιλαρά, σύμφωνα με τις πρόσφατες οδηγίες της Εθνικής Επιτροπής Εμβολιασμών, είναι οι παρακάτω:
Εργαζόμενοι σε χώρους παροχής υπηρεσιών υγείας
Εκπαιδευτικοί
Φοιτητές, σπουδαστές τριτοβάθμιας εκπαίδευσης.
Ενήλικες που πρόκειται να ταξιδέψουν στο εξωτερικό.
Μέλη οικογενείας ατόμων με ανοσοκαταστολή.
Ασθενείς με HIV λοίμωξη (ο εμβολιασμός συστήνεται όταν ο αριθμός των CD4 ≥200/μL).
Πληθυσμιακές ομάδες με ιδιαίτερο τρόπο διαβίωσης – Ευάλωτες ομάδες