Τα παραμύθια στην αρχή δεν ήταν σχεδιασμένα για παιδιά. Ταξιδιώτες πήγαιναν από πόλη σε πόλη σε Βασιλικές αυλές μεταφέροντας τα νέα και διασκεδάζοντας με εκπαιδευτικό τρόπο Λόρδους και κυρίες. Ο Charles Perrault ήταν ο πρώτος που έγραψε τέτοιους είδους ιστορίες. Στη συνέχεια οι αδερφοί Grimm συλλέξαν ιστορίες από πάρα πολλές πηγές οι οποίες δεν προορίζονταν για παιδιά.
Στην πορεία τα παραμύθια άρχισαν να διαβάζονται και σε παιδιά. Τα παραμύθια πρόσφεραν μια νέα διάσταση στη φαντασία των παιδιών. Η φαντασία τους μπορεί να επηρεάσει τα όνειρα τους. Στο παραμύθι ποιος είναι ο ¨καλός¨ και ποιος είναι ο ¨κακός¨ είναι ξεκάθαρο. Για αυτό το λόγο το παιδί μπορεί ελεύθερα να προβάλει τα βίαια συναισθήματα του σε ξεχωριστούς ρόλους. Έχοντας δυσκολία να εκφράσει το θυμό του ή το μίσος του απέναντι στους ενήλικες που βασίζεται, το παιδί προβάλει την επιθετικότητά του και της δίνει πρόσωπο όπως η μητριά, η κακιά μάγισσα ή ο κακός ο λύκος.
Τα παραμύθια μιλώντας μέσα από συμβολισμούς βοηθούν το παιδί να ταυτιστεί με ήρωες και πρόσωπα που ενώ δεν υπάρχουν βρίσκουν λύσεις και ανταπεξέρχονται στις δυσκολίες. Η βία που υπάρχει στα παραμύθια πάντα είναι δομημένη με τέτοιο τρόπο ώστε να καταλήγει σε ένα ευχάριστο τέλος.
Ίσως, το γεγονός ότι τα παραμύθια διαβάζονται από τους ενήλικες όπου το ίδιο το παιδί αγαπά βοηθά τη μετάβασή του ώστε να νιώσει ασφάλεια στα πλαίσια του σπιτιού, να εκφραστούν οι φόβοι του μέσα από το παραμύθι και ταυτιζόμενο με τον ήρωα του να νιώσει “δικαίωση”. Τα παιδιά επιθυμούν να τα ακούν ξανά και ξανά καθώς προχωρούν στο επόμενο στάδιο ανάπτυξης τους. Η επανάληψη των λέξεων ηρεμεί το παιδί και τρέφει τη φαντασία του διαχειριζόμενο τους φόβους του.