Μη αναστρέψιμη είναι η οικολογική καταστροφή που υπέστη το γνωστό για τη μοναδικότητά του δάσος της Δαδιάς στον Έβρο και το καταφύγιο προστατευόμενων αρπακτικών πουλιών, καθώς η χλωρίδα της περιοχής αποτελείτο από έναν σπάνιο συνδυασμό γηραιών δέντρων και ιδιαίτερου ανάγλυφου, που το πιθανότερο είναι να μην καταφέρουν ποτέ να αναγεννηθούν.
Παρά την ικανότητα του φυσικού περιβάλλοντος να εμφανίζει ξανά ζωή μέσα από τις στάχτες, στην περίπτωση του Εθνικού Πάρκου Δάσους Δαδιάς – Λευκίμης – Σουφλίου, οι εκτιμήσεις των ειδικών είναι δυσοίωνες, προμηνύοντας καταστροφικές συνέπειες για τα πουλιά που φώλιαζαν στις κορφές των δέντρων, αλλά και για ολόκληρο το δασικό οικοσύστημα.
Ο καθηγητής και πρόεδρος του τμήματος Δασολογίας και Φυσικού Περιβάλλοντος του ΑΠΘ, Αλέξανδρος Δημητρακόπουλος, αναλύει στο Τhesstoday.gr το μέγεθος της απώλειας του καταφυγίου, χαρακτηρίζοντας το ως «τη μεγαλύτερη οικολογική καταστροφή της φετινής αντιπυρικής περιόδου».
Η εικόνα που παρουσιάζει μετά τις καταστροφικές πυρκαγιές το άλλοτε μοναδικό στο είδος του δάσος της Δαδιάς και κατοικία του μαυρόγυπα, είναι αποκαρδιωτική και πόσο μάλλον αν σκεφτεί κανείς ότι πρόκειται για προστατευόμενη περιοχή. «Πέρσι τον Ιούνιο και φέτος τον Αύγουστο, καταφέραμε να το καταστρέψουμε», υπογραμμίζει ο καθηγητής. «Η φύση αποκαθίσταται μόνη της και χρειάζεται τον χρόνο της. Τα καμένα πευκοδάση και οι θαμνώνες αείφυλλων πλατύφυλλων στην Ελλάδα χρειάζονται από 10 έως 30 χρόνια μέχρι να αναγεννηθούν. Ωστόσο, η Δαδιά δε θα αναγεννηθεί ποτέ, δεδομένου ότι οι μαύρες πεύκες ήταν πολύ γηραιά δέντρα και στις κορφές τους έκαναν φωλιές πολλά αρπακτικά, χρειάζονται περισσότερα από 150 χρόνια -και αν- τα καταφέρουν». Το καταφύγιο ήταν τεράστιας περιβαλλοντικής αξίας, καθώς «ήταν μοναδικό στα Βαλκάνια, στην Ευρώπη και στον κόσμο. Είχε το ιδανικό περιβάλλον βλάστησης, τοπογραφίας και ανάγλυφου και βόλευε πολύ τα αρπακτικά για αυτό και ήταν προστατευόμενη περιοχή», εξηγεί ο κ. Δημητρακόπουλος.
Κλιματική κρίση και εκλογές, το «κοκτέιλ» που έφερε την καταστροφή
Ένας συνδυασμός κλιματικών συνθηκών και ανθρώπινων δραστηριοτήτων σε… χρονιά εκλογών είναι το «κοκτέιλ» που οδήγησε στις εκτεταμένες και καταστροφικές πυρκαγιές που καίνε έως και σήμερα σε ολόκληρη τη χώρα, σύμφωνα με τον καθηγητή. «Οι κοινοί παράγοντες είναι δύο, αφενός ότι φέτος είχαμε τον θερμότερο Ιούλιο στην ιστορία της γης, με υψηλές θερμοκρασίες, παρατεταμένους καύσωνες -στην Ελλάδα κράτησε μια εβδομάδα- και αφετέρου ανθρώπινες δραστηριότητες, που όπως έχει αποδειχτεί επιστημονικά, σε χρονιές εκλογών, οδηγούν σε αυξημένες δασικές πυρκαγιές και καμένες εκτάσεις», σημειώνει ο καθηγητής.
«Αν δεν βελτιωθούμε στην κατάσβεση των φωτιών, θα έχουμε ανάλογες καμένες εκτάσεις και τα επόμενα χρόνια»
Παράλληλα, η κλιματική κρίση επιφυλάσσει ανάλογους καύσωνες διαρκείας για τα επόμενα καλοκαίρια και ο κ. Δημητρακόπουλος προειδοποιεί ότι ο σχεδιασμός της αντιπυρικής περιόδου απαιτεί σοβαρές αναβαθμίσεις ώστε να αποφευχθούν όσο είναι νωρίς, οι πυρκαγιές του 2024. «Λόγω κλιματικής κρίσης, το κλίμα γίνεται θερμότερο και ξηρότερο και αν δεν βελτιωθούμε εμείς στην κατάσβεσή τους, να περιμένουμε ανάλογες πυρκαγιές και ανάλογες καμένες εκτάσεις», σημειώνει ο καθηγητής.
Όσο καίνε πυρκαγιές, ανεβαίνει ο μαύρος αριθμός καμένων στρεμμάτων
Ο θλιβερός απολογισμός των πυρκαγιών -μέχρι στιγμής- ξεπερνάει τα 1.400.000 καμένα στρέμματα δασικών εκτάσεων, αριθμός που μέχρι τη λήξη της αντιπυρικής περιόδου, συνεχίζει να ανεβαίνει. «Πρόκειται για τη δεύτερη μεγαλύτερη καταστροφή σε ολόκληρη τη χώρα και αφού τελειώσει η αντιπυρική περίοδος θα γίνει ο λογαριασμός. Εκτιμάμε ότι τα καμένα είναι ακόμη περισσότερα. Μόνο το 2007 είχαμε περισσότερες καμένες εκτάσεις, κι’ αυτό με ερωτηματικό», εξηγεί ο κ. Δημητρακόπουλος.
Πηγή: Τhesstoday.gr