Στις 7 Ιουλίου, ένα βιβλίο πρόκειται να κυκλοφορήσει στη Βρετανία:
H Μπεγκάλ Μαχμούντ, Κούρδισσα με καταγωγή από το Ιράκ, γράφει για την δολοφονία της αδελφής της, Μπανάζ, από τον πατέρα τους, έναν θείο τους και τρία ξαδέλφια.
Το βιβλίο έχει τον εύγλωττο τίτλο «Καταφύγιο πουθενά».
«Ο πατέρας και τα ξαδέλφια μου βίασαν και σκότωσαν την αδελφή μου»: Ένα έγκλημα «τιμής»Η δολοφονία της Μπανάζ με στραγγαλισμό μετά από φρικτά βασανιστήρια στα οποία την υπέβαλαν οι συγγενείς της θεωρείται ένα από τα χειρότερα «εγκλήματα τιμής» στη Βρετανία.
Το πτώμα της βρέθηκε μέσα σε μία βαλίτσα θαμμένη σε βάθος δύο μέτρων,σε ένα κήπο, στο Μπέρμινγχαμ, το 2006.
«Θα σε φέρουν σε μένα, έστω και μόνον το κεφάλι σου»
Η διήγηση της αδελφής – που υπήρξε θύμα απόπειρας δολοφονίας από τον ίδιο της τον αδελφό – ξεκινά από τις δικές της οικογενειακές εμπειρίες: «Μπεγκάλ, γύρνα στο σπίτι τώρα ή είσαι τελειωμένη. Έχω πληρώσει. Θα σε φέρουν σε μένα, είτε ζωντανή είτε νεκρή»: Η απειλή ηχούσε στα αυτιά μου καθώς κατέβαινα από ένα λεωφορείο στο νότιο Λονδίνο. «Θα σε φέρουν σε μένα – ακόμα κι αν είναι να φέρουν μόνον το κεφάλι σου».
Η φωνή που με βασάνιζε από τα παιδικά μου χρόνια, ήταν του πατέρα μου, του Μαχμούν Μπαμπακίρ Μαχμούντ: Στα 15 μου, οι γονείς μου προσπάθησαν να με στείλουν από το Λονδίνο, όπου ζούσαμε, στο Ιράκ, για να παντρευτώ τον πρώτο μου ξάδελφο,τον Ακάμ, που είχε σχεδόν τα διπλά μου χρόνια.
Δεν υπήρχε περίπτωση να τον παντρευτώ – και το είπα στους γονείς μου. Υπέμεινα ξυλοδαρμούς και απειλές από τον πατέρα μου για να αποφύγω εκείνο τον γάμο , το έσκασα και τελικά επέστρεψα σπίτι, έχοντας «ατιμάσει« και «ντροπιάσει» την οικογένειά μου.
Είχα να δω την μικρότερη αδελφή μου, τη Μπανάζ, πάνω από 4 χρόνια. Αν η κουρδική κοινότητα μάθαινε ότι απλώς της είχα μιλήσει, θα πληρώναμε τίμημα και αυτή και εγώ. Αλλά μου έλειπε πολύ. Έτσι, όταν ένας οικογενειακός φίλος μου τηλεφώνησε για να μου πει ότι η αδελφή μου είχε υποχρεωθεί να παντρευτεί κάποιον πολύ μεγαλύτερό της, ονόματι Μπινάρ, έφτασα εκεί αμέσως, αψηφώντας τις απειλές θανάτου.
Η Μπεγκάλ βρήκε την αδελφή της να πλένει τα ρούχα του συζύγου της στο χέρι – παρότι στο μπάνιο του διαμερίσματος δέσποζε ένα καινούργιο πλυντήριο: «Ο άνδρας μου θέλει να του τα πλένω έτσι – δεν θα σε έχω να τριγυρνάς και να μην κάνεις τίποτα, ή να βλέπεις φίλους», της έλεγε συχνά.
Στην πραγματικότητα, η μικρή αδελφή ένιωθε σαν υπηρέτρια του συζύγου της – αλλά επισήμανε στην Μπεγκάλ ότι αν δεν έκανε ό,τι της έλεγε ο Μπινάρ, απλώς θα την χτυπούσε. «Ορκίζομαι, ότι αν τον δω, θα τον σκοτώσω», ήταν η αντίδραση της Μπεγκάλ, που συμφώνησε με την αδεφή της ότι θα προσπαθούσαν να ξανασυναντηθούν. Ηταν ωστόσο η τελευταία φορά που θα την έβλεπε ζωντανή.
«Ο πατέρας και τα ξαδέλφια μου βίασαν και σκότωσαν την αδελφή μου»: Ένα έγκλημα «τιμής»
«Το παιδί του διαβόλου» και ο πρώτος ξυλοδαρμός
Η Μπεγκάλ γεννήθηκε το 1985, στο βόρειο Ιράκ, στην περιοχή των Κούρδων, από γονείς Σουνίτες, συντηρητικούς μουσουλμάνους. Έφαγε για πρώτη φορά πολύ ξύλο από τον πατέρα και την μητέρα της στα έξι της χρόνια, όταν από περιέργεια άγγιξε τα δάκτυλα ενός ξαδελφού της. «Είσαι παιδί του διαβόλου», της φώναζαν ο πατέρας και η μάνα της, ενώ τη χτυπούσαν.
Σχεδόν τίποτε δεν άλλαξε όταν η οικογένεια αναγκάστηκε να αφήσει το Ιράκ, το 1998 και να κατφύγει στο Λονδίνο, όταν Σαντάμ Χουσεΐν απειλούσε με θάνατο όλους τους Κούρδους της περιοχής: ο πατέρας και η μητέρα έδιναν καθημερινά μάχες για να μην ενσωματωθούν οι κόρες τους στην βρετανική κοινωνία – και αυτό σήμαινε ξύλο και απειλές.
Η απόπειρα αυτοκτονίας και η «ατίμωση»
Η Μπεγκάλ δεν άντεξε όλα αυτά – και κάποια στιγμή έκανε απόπειρα αυτοκτονίας μέσα στο σχολείο όπου φοιτούσε. Κατάπιε δεκάδες χάπια – και σώθηκε την τελευταία στιγμή.Όταν επέστρεψε στο σπίτι, ο θείος της, Αρι, αντί για λόγια παρηγοριάς της είπε ότι ντρόπιασε την οικογένειά της – για να προσθέσει ότι «δυστυχώς» ο πατέρας της δεν είχε το θάρρος να ξεπλύνει την ντροπή σκοτώνοντάς την.
Η Μπεγκάλ το έσκασε από το σπίτι της – και πήγε σε ένα Καταφύγιο γυναικών. Ωστόσο, οι απειλές συνεχίστηκαν – μάλιστα, ο ίδιος ο αδελφός της επιχείρησε να την στραγγαλίσει στη μέση του δρόμου!
«Μετά από αυτό, η ζωή μου ήταν σαν ρώσικη ρουλέτα. Τις περισσότερες ημέρες, αναρωτιόμουν «σήμερα θα είναι η μέρα που θα με σκοτώσουν», διηγείται η Μπεγκάλ.
Το αμάρτημα της Μπανάζ
Εν τω μεταξύ, η Μπανάζ είχε πάρει διαζύγιο από τον σκληρό σύζυγό της και επέστρεψε στο πατρικό της. Στη συνέχεια, είχε ερωτευθεί έναν άλλον άνδρα, επίσης Κούρδο, αλλά από άλλη φυλή – και φυσικά, οι γονείς δεν ενέκριναν μία τέτοια σχέση. Άλλωστε, όπως αναφέρει η Μπεγκάλ, στην περιοχή της «καθαροί» γάμοι θεωρούνται μόνον εκείνοι μεταξύ ξαδέλφων. Ο πατέρας της δεν μπορούσε πια να πει «όχι» στην πρόταση του θείου Άρι να «ξεπλύνει την ντροπή».
Η Αστυνομία ενημέρωσε την Μπεγκάλ ότι η αδελφή της αγνοείτο τον Ιανουάριο του 2006. Τον Απρίλιο βρήκαν το πτώμα της, σε εκείνον τον κήπο του Μπέρμινγχαμ. Και τον Αύγουστο εκείνης της χρονιάς, ο πατέρας της, ο θείος της και τρεις ξαδελφοί της καταδικάστηκαν για την δολοφονία της.
Η αλήθεια αποκαλύφθηκε αργότερα: Η Μπανάζ είχε δολοφονηθεί κάποιους μήνες νωρίτερα – και μάλιστα ένας από τους εξαδελφούς της, που συμμετείχε στο φόνο, καυχιόταν ότι πριν από τον στραγγαλισμό της, την είχαν βιάσει και βασανίσει.
Το τραγικό είναι ότι η Μπανάζ είχε πάει 5 φορές στην Αστυνομία πριν τη δολοφονία της – και μάλιστα είχε παραδώσει στους αστυνομικούς λίστα με τα ονόματα των ανθρώπων που θα την σκότωναν. Ωστόσο, η Αστυνομία δεν έκανε το παραμικρό….